- ἰσόδενδρος
- ῑσόδενδρος1 equal to that of a tree ἰσοδένδρου τέκμαρ αἰῶνος θεόφραστον λαχοῖσα sc. a Dryad nymph fr. 165.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ισόδενδρος — ἰσόδενδρος, ον (Α) 1. ο ίσος με κάποιο χαρακτηριστικό τού δέντρου («ἰσοδένδρου τέκμαρ αἰῶνος», Πίνδ.) 2. ψηλός, μεγάλος σαν δέντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + δἐνδρον] … Dictionary of Greek
ἰσοδένδρου — ἰσόδενδρος equal to that of a tree masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοδένδρους — ἰσόδενδρος equal to that of a tree masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek